TAILORING - translation to αραβικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

TAILORING - translation to αραβικά

PERSON WHO MAKES, REPAIRS, OR ALTERS CLOTHING PROFESSIONALLY
Tailors; Tailoring; Tailor-made; Sartorialism; Tailored; Tailoress; Personal tailoring; Master tailor; Rodeo tailor; Tailor's posture; Rock of eye; Tailor's
  • Seamstress at work. [[Buryatia]], [[Russia]]
  • Master Tailor Agne Wideheim (1918–2007), [[Sweden]], in the tailor's posture

TAILORING         

ألاسم

تَرْزِي ; خَيَّاط ; دَرْزِيّ ; مُفَصِّل

الفعل

خاطَ ; خَيَّط ; ضَرَّبَ

tailoring         
خياطة ، وظيفة / عمل / الخياط
tailor         
N
الخياط
VI
تعاطى مهنة الخياطة
T
خاط خاط الملابس لـ

Ορισμός

Tailoring
·adv The business or the work of a tailor or a tailoress.
II. Tailoring ·p.pr. & ·vb.n. of Tailor.

Βικιπαίδεια

Tailor

A tailor is a person who makes or alters clothing, particularly in men's clothing. The Oxford English Dictionary dates the term to the thirteenth century.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για TAILORING
1. Great tailoring gives them the look of ease and power.
2. She liked blues, they suited her colouring and simple tailoring.
3. Tailoring those positions may affect who joins your cause.
4. Still others are doing tailoring and making leather goods.
5. They are also given vocational training in baking, carpentry, carpet weaving, shoemaking, and tailoring.